καταβοώ

καταβοώ
(AM καταβοῶ, -άω)
1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω («οὐ μόνον βοᾱν, ἀλλ' ἤδη καὶ καταβοᾱν», Φίλ.)
2. καταφέρομαι εναντίον κάποιου από αγανάκτηση, αποδοκιμάζω με φωνές («κατεβόων ἐλθόντες τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν», Θουκ.)
αρχ.
1. καταβάλλω με τις φωνές μου, αποστομώνω («καταβοήσομαι βοῶν σε», Ιπποκρ.)
2. καλώ κάποιον σε βοήθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταβοῶ — καταβοάω bawl pres imperat mp 2nd sg καταβοάω bawl pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταβοάω bawl pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταβοάω bawl pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καταβοάω bawl pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… …   Dictionary of Greek

  • καταβόησις — καταβόησις, ἡ (AM) [καταβοώ] το να κραυγάζει κάποιος εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η αποδοκιμασία («ἐν αιτίαις ἧν καὶ καταβοήσεσιν, ὡς οὐ καίσαρα καταστρατηγῶν, ἀλλὰ τὴν βουλήν», Πλούτ.) αρχ. 1. κακή φήμη 2. μεγαλόφωνη κραυγή, αναγγελία με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”