- καταβοώ
- (AM καταβοῶ, -άω)1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω («οὐ μόνον βοᾱν, ἀλλ' ἤδη καὶ καταβοᾱν», Φίλ.)2. καταφέρομαι εναντίον κάποιου από αγανάκτηση, αποδοκιμάζω με φωνές («κατεβόων ἐλθόντες τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν», Θουκ.)αρχ.1. καταβάλλω με τις φωνές μου, αποστομώνω («καταβοήσομαι βοῶν σε», Ιπποκρ.)2. καλώ κάποιον σε βοήθεια.
Dictionary of Greek. 2013.